Ειδικές προτάσεις | |
Εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους ὅτι, ὡς και σπάνια με το ὅπως. | ὅτι= κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται πραγματικό, μια αντικειμενική γνώμη ὡς : υποκειμενική γνώμη, (απλή γνώμη ή ισχυρισμό του υποκειμένου του ρήματος της εξάρτησης) ὡς ἄρα: εκφράζει ξένη γνώμη που αντικρούεται από τον ομιλητή. (Ωστόσο η διαφορά αυτή μεταξύ των ὅτι και ὡς δεν τηρείται πάντα.) |
Εξαρτώνται Λειτουργούν συντακτικά . | 1. Από ρήματα λεκτικά , αισθητικά , γνωστικά , δεικτικά και χρησιμεύουν ως αντικείμενο. λέγω, ἀγγέλλω, ἀπαγγέλλω, ἀποκρίνομαι, διδάσκω, διηγοῦμαι, κηρύττω, αἰσθάνομαι, ὁρῶ, ἀκούω πυνθάνομαι, μέμνημαι, λανθάνω., γιγνώσκω, οἶδα, μανθάνω, ἐπίσταμαι, ἀναμιμνῄσκομαι, λογίζομαι, ἐνθυμοῦμαι δηλῶ, δείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἐπιδείκνυμι. 2.Απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις , με παρόμοια σημασία (λέγεται, ἀγγέλλεται, δῆλόν ἐστι, φανερόν ἐστι, ἐλπίς ἐστιν) και χρησιμεύουν σ' αυτά ως υποκείμενο 3. ως επεξήγηση στο ουδέτερο αντωνυμίας και κυρίως δεικτικής |
Εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης, | α. Οριστική: δηλώνει το πραγματικό. β. β. Δυνητική οριστική: δηλώνει το δυνατό στο παρελθόν ή το μή πραγματικό. γ. Δυνητική ευκτική: δηλώνει το δυνατό στο παρόν και το μέλλον. δ. Ευκτική του πλαγίου λόγου: όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε ιστορικό χρόνο. Είναι δυνατόν όμως και μετά από ιστορικό χρόνο να διατηρηθεί η απλή οριστική αντί της ευκτικής του πλαγίου λόγου. Αυτό συμβαίνει όταν γίνεται αναφορά σε βέβαιο γεγονός. Ἠγγέλθη ὅτι Μέγαρα ἀφέστηκε. Αν μετά από ρήμα ιστορικού χρόνου ακολουθούν δύο ειδικές προτάσεις είναι δυνατόν η μία να τεθεί σε οριστική (βέβαιο γεγονός), ενώ η άλλη σε ευκτική πλαγίου λόγου (προσωπική γνώμη ή φήμη). |
1. Τις ειδικές προτάσεις που εξαρτώνται από τα ρήματα: οἶδα, εὖ οἶδα, δῆλόν ἐστι, μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε ως κύριες, θεωρώντας τις φράσεις : οἶδα ὅτι =βέβαια, εὖ οἶδα ὅτι= βεβαιότατα, αναντίρρητα, δῆλόν ὅτι= βέβαια, προφανώς, σαν επιρρηματικούς προσδιορισμούς του τρόπου
π.χ. Ἐάν σύ ἄφθονα ἔχῃς, εὖ οἶδ' ὅτι καί ἐμοί ἄν εἴη λαμβάνειν.
2. Το ὅτι μπορεί να επαναλαμβάνεται μετά την παρεμβολή άλλων λέξεων ή φράσεων ή να παραλείπεται οπότε θα εννοείται.
Λέγουσιν ὅτι, εἰ μή εκποριοῦσι τῇ στρατιᾷ μισθόν, ὥστε ἔχειν τά ἐπιτήδεια, ὅτι κινδυνεύσει ἡ δύναμις.
Εὖ γάρ ἴστε, πρός μεγάλην ἔσται ρώμην ὁ πόλεμος (...ὅτι πρός μεγάλην...)
3. Το ὅτι μπορεί να είναι και αιτιολογικός σύνδεσμος. Υπάρχει και το ὅ,τι το αναφορικό. Το ὡς λειτουργεί κατά ποικίλους τρόπους. Και το ὅτι και το ὡς χρησιμοποιούνται σαν επιτατικά μόρια με υπερθετικό βαθμό.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Λέγει ὡς ὑβριστὴς εἰμί.
2. Φανερὸν ἦν ὅτι οὐδὲν δεινὸν ἐγεγόνει.
3. Τοῦτο μὲν ἴστε, ὅτι οὐδ’ ἄν ἔγωγε ἐστασίαζον, εἰ ἄλλον εἵλεσθε.
4. Βασιλεὺς ἤκουσε ὅτι οἱ Ἕλληνες νικῷεν.
5. Ἔγνωσαν οἱ στρατιῶται ὅτι κενὸς ὁ φόβος εἴη.
6. Ἵσως εἴποιεν ἄν πολλοὶ ὅτι οὐκ ἄν ποτε ὁ δίκαιος ἄδικος γένοιτο
Άσκηση: Να αναγνωριστούν οι παρακάτω προτάσεις (είδος, εισαγωγή, εκφορά, συντακτική λειτουργία)
1 Ἠγγέλθη ὅτι Μέγαρα ἀφέστηκε και Πελοποννήσιοι μέλλουσιν ἐμβαλεῖν εἰς την Ἀττικήν καὶ οἱ τῶν Ἀθηναίων φρουροί διεφθαρμένοι εἶεν ὑπό τῶν Μεγαρέων.
2. Ἐπιστάμεθα Μυσούς ὅτι ἐν τῇ βασιλέως χώρα πολλάς και εὐδαίμονας πόλεις οἰκοῦσιν.
3. Λέγει γάρ, ὡς οὐδέν ἐστί ἀδικώτερον φήμης.
4.Τοῖς δέ ἄλλοις δῆλον ὅτι ἐπιβουλεύουσιν.
6. Δείξομεν τοῖς βαρβάροις ὅτι δυνάμεθα τούς ἐχθρούς τιμωρεῖσθαι.
7. Δῆλον γάρ ἐστί ὅτι οὐκ ἄν προέλεγεν, εἰ μὴ ἐπίστευεν ἀληθεύσειων.
8. Θηραμένης ἀναστάς εἶπεν ὅτι ποιήσει ὥστε μή τά τείχη διελεῖν.
9. Θεμιστοκλῆς ἀπεκρίνατο ὅτι οὔτε ἄν αὐτός Σερίφιος ὤν ὀνομαστός ἐγένετο οὔτ' ἐκεῖνος Ἀθηναῖος.
10. Ὅτι προσήκει κολάζειν τοὺς ἀδικοῦντας, εὖ οἶδ’ ὅτι πάντες ἄν φήσαιτε.
11. Εὔδηλον ἦν ὅτι ἡττηθέντων αὐτῶν οὐδεὶς ἄν λειφθείη.
ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις οι οποίες εκφράζουν δισταγμό, ενδοιασμό ή φόβο μήπως γίνει κάτι που δεν επιθυμούμε ή δε γίνει κάτι που επιθυμούμε. Οι ενδοιαστικές προτάσεις ως προς το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται ως προτάσεις επιθυμίας.
Εισάγονται: α. με τον ενδοιαστικό σύνδεσμο μή: όταν το υποκείμενο φοβάται μήπως γίνει κάτι το κακό ή το φοβερό ή το ανεπιθύμητο.
β. με τον ενδοιαστικό σύνδεσμο μή οὐ: όταν το υποκείμενο φοβάται μήπως δε γίνει κάτι το καλό και το επιθυμητό.
Εξαρτώνται: 1. Από ρήματα, λέξεις ή φράσεις που φανερώνουν φόβο, όπως; φοβοῦμαι, εὐλαβοῦμαι, δέδοικα ή δέδια, ὀρρωδῶ (= τρομοκρατούμαι), ὀκνῶ (με κατέχει φόβος), ὑποπτεύω, φυλάττομαι, ὁρῶ (= προσέχω) και χρησιμεύουν σ' αυτά ως αντικείμενο.
2. Από απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τα παραπάνω ρήματα, όπως: δέος ἐστί, φόβος ἐστί, κίνδυνός ἐστι, τρόμος έχει με και χρησιμεύουν σ' αυτές ως υποκείμενο.
3. ΄Οταν στα παραπάνω ρήματα το υποκείμενο ή το αντικείμενο είναι ουδέτερο αντωνυμίας (σπάνια άλλη λέξη) τότε η ενδοιαστική πρόταση χρησιμεύει ως επεξήγηση αυτών των λέξεων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πολλές φορές σ' ένα κείμενο υπονοείται η μετοχή "φοβούμενος" απ' την οποία εξαρτάται η ενδοιαστική πρόταση.
Εκφέρονται: 1. Με υποτακτική, όταν ο φόβος παρίσταται ως προσδοκώμενος. Η εξάρτηση στην περίπτωση αυτή γίνεται από αρκτικό χρόνο.
2. Με ευκτική του πλαγίου λόγου αντί υποτακτικής, όταν υπάρχει εξάρτηση από χρόνο ιστορικό. Είναι δυνατόν όμως να διατηρηθεί η υποτακτική. Συχνό είναι το φαινόμενο της εναλλαγής των εγκλίσεων.
3. Με οριστική (ενεστώτα ή αορίστου ή παρακειμένου) όταν το υποκείμενο φοβάται για κάτι το πραγματικό. Στην περίπτωση αυτή η ενδοιαστική πρόταση τυπικώς ανήκει στις προτάσεις επιθυμίας, γιατί κατ' ουσίαν εκφράζει κρίση.
4. Με δυνητική ευκτική (σπανιότερα) όταν ο φόβος παρίσταται ως ενδεχόμενος κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
5. Με δυνητική οριστική (σπανιότερα) όταν δηλώνεται ότι ο φόβος θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Αρκετές φορές αντί για το μή η ενδοιαστική πρόταση εισάγεται με το όπως μή (μήπως) και σπάνια με τα εἰ, ὅτι, ὡς.
π.χ. Οὐ φοβεῖ ὅπως μή ἀνόσιον πρᾶγμα τυγχάνῃς πράττων;
Ἐγώ οὐ δέδοικα εἰ Φίλιππος ζῇ.
Ἐφοβεῖτο ὅπως μή ὑπό τοῦ Μενεξένου συλληφθήσοιτο.
2. Μερικές φορές το ρήμα της εξάρτησης (φοβοῦμαι ή άλλο παρόμοιο) παραλείπεται και η ενδοιαστική πρόταση φαινομενικά τίθεται σαν κύρια και εκφέρεται με το:
α. μή ή μη οὐ +υποτακτική
β. ὅπως μή + οριστική μέλλοντα ή υποτακτική.
π.χ. Οἴμοι (φοβοῦμαι), ὅπως μή Ζεύς με ὄψεται.
(Φοβοῦμαι) Μή ἀγροικότερον ᾖ το ἀληθές εἰπεῖν.
3. Ὅρα μή (ὁρᾶτε μή) + υποτακτική = πρόσεχε (προσέχετε μή)
Ὅρα μή (ὁρᾶτε μή) + οριστική= κοίτα μή, σκέψου μή
π.χ. Ὅρα μή πάθωμεν ταῦτα.
Ὁρᾶτε οὖν, ὦ ἄνδρες Αθηναῖοι, μή οὐ προσήκει ἡμῖν οὕτω εὐπειθεῖς εἶναι.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Νῦν δέ φοβοῦμαι μή τινες ἐπιτιμήσωσιν ἡμῖν.
2. Ξενοφών ἔδεισε μή κακά γένοιτο τῇ πόλει.
3. Φοβοῦμαι μή ἀληθές ἐστιν.
4. Μενέλαον εἶχε τρόμος, μή τι πάθοιεν Ἀργεῖοι.
5. Κίνδυνός ἐστι μή μεταβάλωνται καί γένωνται μετά τῶν πολεμίων.
6. Ἐγώ δή αὐτό τοῦτο φοβοῦμαι, μή διά τήν ἀπειρίαν οὐ δυνηθῶ περί τῶν πραγμάτων εἰπεῖν.
7. Φοβοῦμαι δέ μή τινας ἡδονάς ἡδοναῖς ἄλλαις εὑρήσομεν ἐναντίας.
8. Τόδε ἄδηλόν ἐστι, μή πολλά σώματα κατατρίψασα ἡ ψυχή τό τελευταῖον αὐτή ἀπολλύηται.
9. Ὅρα μή παρά δόξαν ταῦτα ὁμολογῇς.
10. Ἔτι δέ καί τοῦτο δέδοικα, μή ὄντες ἔρημοι συμμάχων τι πάθωμεν.
11. Μή δείσετε ὡς οὐχ ἡδέως καθευδήσετε.
ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Έτσι λέγονται οι δευτερεύουσες ερωτηματικές προτάσεις που δεν εκφέρονται κατευθείαν απ' αυτόν που ρωτάει, αλλά εξαρτώνται από κάποιο ρήμα της προηγούμενης πρότασης σαν απαραίτητο συμπλήρωμα της έννοιάς του. Στις πλάγιες ερωτήσεις δεν μπαίνει στο τέλος ερωτηματικό.
1. Εισάγονται: α) Οι ολικής αγνοίας , όταν είναι
i) μονομελείς με τα:
εἰ
ii) διμελείς με τα:
εἰ- ἤ = αν -η
εἴτε - εἴτε = είτε - είτε
πότερον - ἤ = ποιο από τα δυο - ή
πότερα - ἤ = " " " " "
β) Οι μερικής αγνοίας
i) με τις ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα που εισάγονται και οι ευθείες ερωτήσεις, όπως
τίς πότερος ποῦ πῶς πηνίκα
ποῖος ποιλίκος ποἰ πόθεν ποσάκις
πόσος ποδαπός πῇ πότε
ii) με τις αναφορικές (συσχετικές) αντωνυμίες και επιρρήματα κυρίως αοριστολογικά, που μεταφράζονται ως ερωτηματικά.
ὅς ὁπόσος ὁπότερος οὗ ὅποι ὡς ὁπόθεν
ὅστις ὅσος ἡλίκος ὅπου ἧ ὅπως ὅτε
οἷος ὁποῖος ὁπηλίκος οἷ ὅπῃ ὅθεν ὁπότε
2. Εξαρτώνται: 1. Από ρήματα ερωτηματικά, δεικτικά, γνωστικά και όσα ρήματα σημαίνουν απορία:
ἐρωτῶ, πυνθάνομαι, οἶδα, γιγνώσκω, ἀπορῶ, δείκνυμι, αἰσθάνομαι, θαυμάζω κ.λ.π.
2. Από ρήματα που φανερώνουν φροντίδα, σκέψη, αφήγηση, προσοχή, προπαρασκευή, πράξη, προφύλαξη, όπως::
σκοπῶ , σκοποῦμαι, ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, φυλάττομαι, λέγω, πράττω, πειρῶμαι...
3. Από απρόσωπα ρήματα, λέξεις ή εκφράσεις που έχουν παρόμοια σημασία με τα προηγούμενα:
φανερόν ἐστι, ἀφανές ἐστιν, ἂδηλόν ἐστι, ἀπόρως ἒχει...
3. Λειτουργούν: 1. Ως αντικείμενα των ανωτέρω ρημάτων.
2. Ως υποκείμενα των απροσώπων ρημάτων ή εκφράσεων που προαναφέρθηκαν.
3. ΄Οταν στα παραπάνω ρήματα υπάρχει σαν υποκείμενο ή αντικείμενο ένα ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας (σπάνια άλλη λέξη) τότε η πλάγια ερωτηματική πρόταση χρησιμεύει σαν επεξήγηση στην αντωνυμία.
4. Εκφέρονται: 1. Με απλή οριστική, δυνητική οριστική και δυνητική ευκτική όταν δηλώνουν κρίση.
2. Με απορρηματική υποτακτική, όταν δηλώνουν επιθυμία. Η απορρηματική υποτακτική απαντά στο α! και στο γ! (σπανίως) πρόσωπο στις ερωτηματικές (ευθείες και πλάγιες) προτάσεις και δηλώνει απορία του υποκειμένου περί του πρακτέου.
3. Με ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν το ρήμα της πρότασης της εξάρτησης είναι ιστορικού χρόνου. Είναι δυνατόν όμως μετά από ιστορικό χρόνο να μην τεθεί ευκτική του πλαγίου λόγου.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Προσήκει σκοπεῖν, πότερον ἀγαθά ἤ κακά ἐστι τὰ πεπραγμένα.
2. Καί τούτου σκεψώμεθα, πότεροι ἥδιον ζῶσι, οἱ ἂρχοντες ἤ οἱ ἀρχόμενοι.
3. Τον θεόν ἐπήροντο εἰ παραδοῖεν Κορινθίοις τὴν πόλιν.
4. Ἐγώ δέ Πείσωνα ἠρώτων εἰ βούλοιτο με σῶσαι.
5. Θαυμάζω δέ καί ὅστις ἒσται ὁ ἀντερῶν.
6. Ξέρξης ἒπεμπε κατάσκοπον ἱππέα ἰδεῖν ὁπόσοι εἶεν καί ὅ,τι ποιοῦσιν.
7. Ἐβουλεύοντο εἰ τὰ σκευοφόρα ἐνταυθα ἂγοιντο ἤ ἀπίοιεν ἐπί τὸ στρατόπεδον.
8. Τοῦτο αὐτό ἀπόκριναι, εἰ ἀληθῆ λέγομεν ἤ οὐκ ἀληθῆ.
9. Πυθοίμην ἂν (Θα ήθελα να πληροφορηθώ) τίνα ἂν ποτε γνώμην περί ἐμοῦ εἴχετε.
10. Πάντες ἴσμεν (γνωρίζουμε) ποία ἐστίν ἡ τῶν θεῶν ἐπιμέλεια καί ὅτι χρή πιστεύειν αὐτοῖς.